- ταριχευτικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον ταριχευτή: Ταριχευτική εργασία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταριχευτικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχευτικός — ή, ό / ταριχευτικός, ή, όν, ΝΑ [ταριχευτός] νεοελλ. σχετικός με την ταρίχευση («ταριχευτικές μέθοδοι») αρχ. ταριχηρός*. επίρρ... ταριχευτικῶς Μ με ταρίχευση … Dictionary of Greek
ταριχευτικῶν — ταριχευτικός fem gen pl ταριχευτικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοταριχευτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοταριχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + ταριχευτικός (< ταριχεύω)] … Dictionary of Greek
ταριχευτικώς — Μ επίρρ. βλ. ταριχευτικός … Dictionary of Greek